- καλέσαντος
- καλέωcallaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
позъвати — (108), ПОЗОВ|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Позвать, пригласить: позва ростисла(в) стръ˫а своего кыѥвѹ на столъ. ЛН XIII2, 31 (1158); ѥгда же начаша бра(т)˫а ѥго ˫асти. зрѧше затвореныи. окончемь. аще позовѹть ѥго на ˫адь. ти ˫ако никтоже не позва ѥго. ПрЛ 1282,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… … Dictionary of Greek